-
1 μετρον
τό1) мерило, измерительная линейкаμ. ἐν χερσὴν ἔχοντες Hom. — с измерительной линейкой в руках
2) единица измерения, мера емкости(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom.)
3) мера, критерий(μ. οὐχ ἥ ψυχή, ἀλλὰ ὅ νόμος Xen.; φησὴ - ὅ Πρωταγόρας - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.)
(μέτρα κελεύθου Hom.; εἰδέναι τέν χώραν μέτρῳ καὴ τόπῳ Xen.)
μέτρα θαλάσσης Hes. — морские просторы;ὅρμου μ. Hom. — обширный порт;μέτρα μορφῆς Eur. — внешние очертания, внешность5) (должная) мера, надлежащая степеньἐκ μέτρου NT. — в меру, т.е. расчетливо;μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. — соблюдать (во всем) меру;μ. ἔχειν Plat. — умерять6) полная мера, высшая степень(κακότητος Soph.)
μ. ἥβης Hom. — расцвет молодости7) стих. размер(τὸ μέλος καὴ ὅ ῥυθμὸς καὴ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.)
8) pl. стихи(τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.)
-
2 αναχεω
1) наливать, вливать(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom. - in tmesi)
2) med.-pass. разливаться(Ὠκεανὸς ἀναχεῖται Arst.; ποταμοὴ ἀναχεόμενοι Plut.)
3) распространятьсяἀναχεομένη πραγμάτων γαλήνη Plut. — воцарившееся спокойствие
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek